- νανόμετρο
- τομετρολ. ένα δισεκατομμυριοστό τού μέτρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιλιμικρόν — το μετρολ. παλαιότερη ονομασία τής μονάδας μήκους νανόμετρο, με σύμβολο mμ, ίσης με ένα δισεκατομμυριοστό τού μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι ] … Dictionary of Greek
νανο- — 1) πρόθεμα το οποίο, όταν τίθεται πριν από όνομα μονάδων μέτρησης, τίς διαιρεί με ένα δισεκατομμύριο, πρβλ. νανογραμμάριο, νανοδευτερόλεπτο, νανόμετρο 2. πρόθεμα που προσδίδει την σημασία τού μικροσκοπικού στο β συνθετικό, πρβλ. νανοαπολίθωμα.… … Dictionary of Greek
χιλιοστόμικρο(ν) — το, Ν μετρολ. παλαιότερη ονομασία μονάδας μήκους, με σύμβολο mμ, ίσης προς ένα δισεκατομμυριοστό τού μέτρου, που σήμερα ονομάζεται νανόμετρο και έχει σύμβολο nm. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. millimicron < milli (βλ. μιλι ), το… … Dictionary of Greek
κολλοειδή — Διαλύματα που χαρακτηρίζουν μία ορισμένη κατάσταση της ύλης, η οποία ορίζεται από την ύπαρξη σωματιδίων με μεγάλη επιφάνεια ανά μονάδα όγκου ή ανά μονάδα μάζας. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε οποιαδήποτε ουσία, ανεξάρτητα από τη χημική σύσταση, τη… … Dictionary of Greek